- Ιστριηνος
- Ἰστριηνός3ион. = Ἰστριανός См. Ιστριανος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ιστριανός — Ἰστριανός και Ἰστριηνός, ή, όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος] 1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός 2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν… … Dictionary of Greek